αλεξίπτωτο
Προφορά
Ετυμολογία
αλεξίπτωτο θ. του αρχαίου ελληνικού ρ. ἀλέξω + πίπτω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αλεξίπτωτο
✦ πτυσσόμενη συσκευή σε σχήμα ομπρέλας, που επιτρέπει την ομαλή, ασφαλή πτώση κατά τη ρίψη ανθρώπου από αεροπλάνο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–