ακροβάτισσα
Προφορά
Ετυμολογία
ακροβάτισσα αρχαία ελληνική ἀκροβάτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ακροβάτισσα
✦ θηλ. ακροβάτισσα (Κ ακροβάτις, -ιδος) αυτός που βαδίζει με τις άκρες των δακτύλων
✦ ο εκτελεστής επικίνδυνων επιδείξεων, που έχουν σχέση με τη βάδιση σε επισφαλή βάση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–