αιθρία
Προφορά
Ετυμολογία
αιθρία αρχαία ελληνική αἰθρία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αιθρία
✦ καθαρή, διαυγής ατμόσφαιρα, χωρίς σύννεφα: αιθρία γαλάζια, αύρα δροσάτη (Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος)
✦ φρ. κεραυνός εν αιθρία, για αναπάντεχο, απροσδόκητο γεγονός: κεραυνός εν αιθρία ήταν η παραίτηση του πρωθυπουργού λίγους μήνες πριν από τις εκλογές
Συνώνυμα
ευδία, ξαστεριά
Αντίθετα
συννεφιά, καταχνιά
Επιρρήματα
–