αδιαπραγμάτευτος


αδιαπραγμάτευτος
Προφορά

Ετυμολογία
αδιαπραγμάτευτος ἀ στερητικό + διαπραγματεύομαι

Ερμηνεία
επίθετο┘ αδιαπραγμάτευτος -η, -ο

✦ αυτός για τον οποίο δεν έγιναν διαπραγματεύσεις, αυτός που δεν έγινε αντικείμενο διαπραγμάτευσης: αδιαπραγμάτευτοι όροι της συμβάσεως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αδιαπραγμάτευτα (Κ αδιαπραγματεύτως), χωρίς διαπραγμάτευση, χωρίς συνεννόηση και συμφωνία

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.