αδάνειστος


αδάνειστος
Προφορά

Ετυμολογία
αδάνειστος μεταγενέστερη ελληνική ἀδάνειστος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αδάνειστος -η, -ο

✦ που δε δόθηκε ως δάνειο ή δεν επιδέχεται δανεισμό
✦ αυτός που δεν δανείστηκε κάτι
✦ που δεν συνηθίζει να δανείζεται: αδάνειστος και ξέγνοιαστος (παροιμ.)
✦ (κ. με ενεργητ. σημ.) αυτός που δεν δανείζει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.