αγροληψία
Προφορά
Ετυμολογία
αγροληψία αγρολήπτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αγροληψία
✦ επίμορτη καλλιέργεια, συμφωνία κατά την οποία ιδιοκτήτης αγρού παρέχει σε άλλον τη δυνατότητα να τον καλλιεργεί με τον όρο να παίρνει ποσοστό από τα παραγόμενα προϊόντα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–