αγοραστικός
Προφορά
Ετυμολογία
αγοραστικός αρχαία ελληνική ἀγοραστικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αγοραστικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στην αγορά (αγοραστική ικανότητα) ή στην αγοραπωλησία (αγοραστική κίνηση)
✦ αγοραστική δύναμη, ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών που μπορεί να αγοράσει κάποιος με το εισόδημά του: με την αύξηση των τιμών μειώθηκε η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–