αγκιστρώνω
Προφορά
Ετυμολογία
αγκιστρώνω μεταγενέστερη ελληνική ἀγκιστρόω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αγκιστρώνω
✦ πιάνω με το αγκίστρι
✦ βάζω δόλωμα στο αγκίστρι
✦ καθηλώνω κάποιον ή κάτι στη θέση του, ώστε να μην μπορεί να μετακινηθεί: οι σκηνές αγκιστρώνονται η μια με την άλλη (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
απαγκιστρώνω
Επιρρήματα
–