αγενεαλόγητος


αγενεαλόγητος
Προφορά

Ετυμολογία
αγενεαλόγητος αρχαία ελληνική ἀγενεαλόγητος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αγενεαλόγητος -η, -ο

✦ ο χωρίς γνωστή γενεαλογία, καταγωγή
✦ ο ασήμαντης καταγωγής, ο μη ευγενής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.