αγελάδα
Προφορά
Ετυμολογία
αγελάδα μεταγενέστερη ελληνική επίθετο ἀγελάς (= αγελαία βους)
Ερμηνεία
αγελάδα
✦ (Κ αγελάς, -άδος) το θηλυκό του βοδιού
✦ (μτφ. ) ευτραφής γυναίκα
✦ (μτφ. ) ως χαρακτηρισμός προσώπου που υφίσταται εκμετάλλευση: τον έχει αγελάδα και τον αρμέγει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–