αγαπώ
Προφορά
Ετυμολογία
αγαπώ αρχαία ελληνική ἀγαπῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αγαπώ -άς, -ά
✦ αισθάνομαι αγάπη, έντονη συμπάθεια, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι
✦ ερωτεύομαι: όσα λούλουδα είν’ το Μάη μαδημένα ερωτηθήκαν κι όλα αυτά μ’ αποκριθήκαν πως εσύ δεν μ’ αγαπάς (Διον. Σολωμός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–