αγαποβότανο
Προφορά
Ετυμολογία
αγαποβότανο αγάπη + βότανο
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αγαποβότανο
✦ αγριόχορτο που, κατά τη λαϊκή δοξασία, προκαλεί τον έρωτα: βαστούν κι αγαποβότανο για τα ξανθά κοράσια (δημ. τραγ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–