αγανός
Προφορά
Ετυμολογία
αγανός αρχαία ελληνική ἀγανός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αγανός -ή, -ό
✦ αραιός, ανάριος: το φάδι έβγαινε πλατύ και αγανό από τη μάλλινη τουλούπα (Κ. Θεοτόκης)
✦ χαλαρός, άτονος
✦ (μτφ. ) ήπιος, μαλακός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
κρουστός, πυκνός ,σφιχτός, τεντωτός, τσιτωμένος
Επιρρήματα
–