αγανακτώ


αγανακτώ
Προφορά

Ετυμολογία
αγανακτώ αρχαία ελληνική ἀγανακτέω -ῶ

Ερμηνεία
ρήμα αγανακτώ

✦ θυμώνω, οργίζομαι
✦ κουράζομαι υπερβολικά, δεινοπαθώ: ο σκύλος που αγανάχτησε στα ορτά τα μονοπάτια (Άγγ. Σικελιανός) – του δήμιου π’ αγανάχτησε χτυπώντας ανωφέλευτα (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.