αγαμέτης
Προφορά
Ετυμολογία
αγαμέτης └αγγλ┘agamete – └γαλλ┘ agamete
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αγαμέτης
✦ (βιολ.) αναπαραγωγικό κύτταρο των πρωτοζώων που παράγει απογόνους με κατάτμηση, χωρίς να γονιμοποιηθεί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–