αβυσσαλέος
Προφορά
Ετυμολογία
αβυσσαλέος άβυσσος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αβυσσαλέος -α, -ο
✦ βαθύς σαν άβυσσος, απύθμενος: οι χαράδρες βάθαιναν αβυσσαλέες στα πλάγια μας (Γ. Μπεράτης)
✦ (μτφ. ) καταχθόνιος: αβυσσαλέο μίσος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–