αβιογένεση
Προφορά
Ετυμολογία
αβιογένεση ἀ στερητικό + βίος + γένεση
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αβιογένεση
✦ (βιολ.) θεωρία κατά την οποία ζωντανοί οργανισμοί γεννώνται αυτόματα από ανόργανη ύλη ά. αρχεβίωση, αρχεγονία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–