αβέβαιος
Προφορά
Ετυμολογία
αβέβαιος αρχαία ελληνική ἀβέβαιος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αβέβαιος -η, -ο
✦ ο μη βέβαιος, ο αμφίβολος: ερώτων ατελών κάτι αβέβαιες μνήμες (Κ. Καβάφης)
✦ ασταθής: προχωρούσαμε με ολοένα πιο αβέβαιο βάδισμα (Η. Βενέζης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ασφαλής, θετικός, σίγουρος
Επιρρήματα
αβέβαια (Κ αβεβαίως)