ίαμβος
Προφορά
Ετυμολογία
ίαμβος αρχαία ελληνική ἴαμβος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ίαμβος
✦ μετρική μονάδα από μια βραχεία και μία μακρά συλλαβή για την αρχαία ποίηση, από μία άτονη και μία τονισμένη για τη νεότερη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–