έκφυλος
Προφορά
Ετυμολογία
έκφυλος μεταγενέστερη ελληνική ἔκφυλος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ έκφυλος -η, -ο
✦ που έχασε τις φυσικές ιδιότητες του είδους του ή της φυλής του
✦ διεφθαρμένος
✦ (ειδ.) ο επιρρεπής στην παρά φύση ασέλγεια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–