έκλυση
Προφορά
Ετυμολογία
έκλυση αρχαία ελληνική ἔκλυσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η έκλυση
✦ απελευθέρωση
✦ χαλάρωση
✦ (μτφ. ) παραλυσία, εξαχρείωση: έκλυση των ηθών
✦ (χημ.) η έξοδος αερίου από υγρό ή από τήγμα, με σχηματισμό φυσαλίδων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–