άπειρος
Προφορά
Ετυμολογία
άπειρος αρχαία ελληνική ἄπειρος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άπειρος -η, -ο
✦ ο χωρίς πείρα, που δε γνωρίζει κάτι: το έργο των θεών διακόπτομεν εμείς, τα βιαστικά κι άπειρα όντα της στιγμής (Κ. Καβάφης)
✦ αρχάριος, αδέξιος: άπειρος τεχνίτης
Συνώνυμα
άμαθος, αδαής ,πρωτόπειρος
Αντίθετα
έμπειρος, πεπειραμένος
Επιρρήματα
άπειρα (Κ απείρως)