άνετος


άνετος
Προφορά

Ετυμολογία
άνετος αρχαία ελληνική ἄνετος

Ερμηνεία
επίθετο┘ άνετος -η, -ο

✦ που γίνεται με άνεση ή που προσφέρει άνεση, αναπαυτικός: άνετη δουλειά – άνετο σπίτι
✦ (για ένδυμα) χαλαρός, όχι στενός: τα εφαρμοστά παντελόνια που φορούν οι νέοι δεν είναι άνετα
✦ (για πρόσ.) ο χωρίς έγνοιες, απερίσπαστος: κατέφθασε χαμογελαστός και προσπαθούσε να φαίνεται άνετος, παρά τα όσα είχαν συμβεί

Συνώνυμα
βολικός, ξεκούραστος
Αντίθετα
άβολος, κουραστικός, στενόχωρος
Επιρρήματα
άνετα (Κ ανέτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.