άγνωρος
Προφορά
Ετυμολογία
άγνωρος ἀ στερητικό + γνωρίζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άγνωρος -η, -ο
✦ ο ανήξερος, που δε γνωρίζει: άμαθος από πατέρα κι άγνωρος από μητέρα (Κ. Παλαμάς)
✦ άγνωστος, αγνώριστος
Συνώνυμα
αδαής, αμαθής, ανίδεος, άπειρος
Αντίθετα
γνώριμος
Επιρρήματα
–