
όμορφος
Προφορά
Ετυμολογία
όμορφος από υπερίσχυση του ο στη └φρ┘ο έμορφος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ όμορφος -η, -ο
✦ ωραίος: όμορφος κόσμος ηθικός, αγγελικά πλασμένος (Διον. Σολωμός)
✦ η όμορφη ως ουσ., η ωραία γυναίκα: το παλικάρι το καλό παράκαιρα γεράζει γιατί αγαπά τις όμορφες (δημ. τραγ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
άσχημος, κακόμορφος
Επιρρήματα
όμορφα