ωμός


ωμός
Προφορά

Ετυμολογία
ωμός αρχαία ελληνική ὠμός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ωμός -ή, -ό

✦ άβραστος, άψητος
✦ (για καρπούς) άγουρος, αμέστωτος
(μτφ. ) άγριος, σκληρός, θηριώδης

Συνώνυμα
τραχύς, σκαιός, βάναυσος
Αντίθετα
ψημένος ,ήπιος, μαλακός, τρυφερός
Επιρρήματα
ωμά (Κ ωμώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.