χρειώδης


χρειώδης
Προφορά

Ετυμολογία
χρειώδης μεταγενέστερη ελληνική χρειώδης

Ερμηνεία
επίθετο┘ χρειώδης -ης, -ες

✦ χρήσιμος, αναγκαίος
✦ πληθ. ουδ. τα χρειώδη ως ουσ., όσα χρειάζεται κανείς για ένα έργο, τα αναγκαία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.