φανταστικός


φανταστικός
Προφορά

Ετυμολογία
φανταστικός αρχαία ελληνική φανταστικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ φανταστικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στη φαντασία, που παριστάνεται με τη φαντασία
✦ που υπάρχει μόνο στη φαντασία, ανύπαρκτος, πλασματικός
✦ ο απίθανα ωραίος, σπουδαίος ή εντυπωσιακός
✦ ο σχετικός με φαντάσματα ή φαντασμαγορίες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
φανταστικά (Κ φανταστικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.