υγιεινός


υγιεινός
Προφορά

Ετυμολογία
υγιεινός αρχαία ελληνική ὑγιεινός

Ερμηνεία
επίθετο┘ υγιεινός -ή, -ό

✦ που συντελεί στην υγεία, ο ωφέλιμος για την υγεία: υγιεινό κλίμα – υγιεινές τροφές
✦ θηλ. υγιεινή ως ουσ., (βλ. λ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα
ανθυγιεινός
Επιρρήματα
υγιεινά (Κ υγιεινώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.