σφηνάκι


σφηνάκι
Προφορά

Ετυμολογία
σφηνάκι υποκορ. του σφήνα• η λ. απόδ. στην └ελλ┘ το └αγγλ┘shot

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σφηνάκι

✦ μικρή ποσότητα αλκοολούχου ποτού που σερβίρεται σε μικρό ποτήρι και πίνεται μονορούφι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.