συνασφάλιση


συνασφάλιση
Προφορά

Ετυμολογία
συνασφάλιση μεταγενέστερη ελληνική συνασφαλίζομαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η συνασφάλιση

✦ ασφάλιση για τον ίδιο κίνδυνο από περισσότερους από έναν ασφαλιστικούς φορείς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.