πρωτόπλαστος


πρωτόπλαστος
Προφορά

Ετυμολογία
πρωτόπλαστος αρσ. του μεταγενέστερη ελληνική επιθ. πρωτόπλαστος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πρωτόπλαστος

✦ που πλάστηκε πρώτος
✦ πληθ. πρωτόπλαστοι, ο Αδάμ και η Εύα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.