πρωτόγαλα


πρωτόγαλα
Προφορά

Ετυμολογία
πρωτόγαλα μεταγενέστερη ελληνική πρωτό-γαλα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πρωτόγαλα

✦ το υγρό που εκκρίνεται από τους μαστούς των θηλαστικών αμέσως μετά τη γέννα, πύαρ, κολάστρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.