πρεσβυτέρα


πρεσβυτέρα
Προφορά

Ετυμολογία
πρεσβυτέρα └θηλ┘ του πρεσβύτερος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πρεσβυτέρα

✦ η σύζυγος του ιερέα, παπαδιά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.