ονολάτρης


ονολάτρης
Προφορά

Ετυμολογία
ονολάτρης όνος + λάτρης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ονολάτρης

✦ χλευαστικός χαρακτηρισμός που χρησιμοποιούσαν οι ειδωλολάτρες για τους Ιουδαίους, και αργότερα οι Ιουδαίοι για τους Χριστιανούς, με την κατηγορία ότι λάτρευαν τον όνο ή ομοίωμα όνου ως θεό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.