ομοιοπλαστική


ομοιοπλαστική
Προφορά

Ετυμολογία
ομοιοπλαστική └θηλ┘ του επιθέτου ομοιοπλαστικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ομοιοπλαστική

✦ μέθοδος μεταμοσχεύσεως κατά την οποία το μόσχευμα λαμβάνεται από άτομο του ίδιου είδους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.