ναυβάτης


ναυβάτης
Προφορά

Ετυμολογία
ναυβάτης αρχαία ελληνική ναυβάτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ναυβάτης

✦ θηλ. -τις, -ιδος ο επιβάτης πλοίου: αι κραυγαί των δυστυχών ναυβατών επνίγοντο εντός της ταραχώδους ταύτης συναυλίας των κυμάτων (Αλ. Παπαδιαμάντης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.