νέφος


νέφος
Προφορά

Ετυμολογία
νέφος αρχαία ελληνική νέφος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το νέφος

✦ μάζα συμπυκνωμένων υδρατμών, σύννεφο
✦ σώρευση ρυπαντικών ουσιών (καπνός, διοξείδιο του θείου, μονοξείδιο του άνθρακα κτλ.) στην ατμόσφαιρα βιομηχανικών και αστικών περιοχών
(μτφ. ) πλήθος από αιωρούμενα μικρά πράγματα
(μτφ. ) διάχυτη κατάσταση: νέφος θλίψης
(μτφ. ) η λ. σε φράσεις για να δηλωθούν επαπειλούμενες μελλοντικές δυσχέρειες: νέφη συσσωρεύονται στις διπλωματικές σχέσεις της χώρας με τις βαλκανικές χώρες – νέφη στις σχέσεις κυβέρνησης-συνδικάτων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.