μικροαστός


μικροαστός
Προφορά

Ετυμολογία
μικροαστός μικρός + αστός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μικροαστός

✦ θηλ. μικροαστή άτομο που ανήκει στην ενδιάμεση κοινωνική τάξη, μεταξύ αστικής και εργατικής
(μτφ. ) ο χαρακτηριζόμενος από πολιτική και ιδεολογική αστάθεια, από ατομιστική κοινωνική συμπεριφορά και στενές αντιλήψεις

Συνώνυμα

Αντίθετα
μεγαλοαστός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.