κοντάκι


κοντάκι
Προφορά

Ετυμολογία
κοντάκι μεσαιωνική ελληνική κοντάκιον, υποκοριστικό του κόνταξ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κοντάκι

✦ μικρό κοντάρι
✦ το ξύλινο πίσω μέρος φορητού πυροβόλου όπλου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.