καρκίνος


καρκίνος
Προφορά

Ετυμολογία
καρκίνος αρχαία ελληνική καρκίνος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καρκίνος

✦ το οστρακόδερμο κάβουρας (βλ. λ.) , καβούρι (βλ. λ.) |(ιατρ.) ονομ. για νόσους που χαρακτηρίζονται από ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασμό και μη φυσιολογική ανάπτυξη των κυττάρων που έχουν προσβληθεί
✦ (αστρον. ως κύρ. όν.) αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου
✦ (αστρολ. ως κύρ. όν.) ένα από τα ζώδια του ζωδιακού κύκλου
✦ (για πρόσ.) που έχει γεννηθεί το διάστημα που θεωρείται ότι καλύπτει το ζώδιο Καρκίνος
✦ (φιλολ.) βλ. καρκινικός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.