ιεροεξεταστικός


ιεροεξεταστικός
Προφορά

Ετυμολογία
ιεροεξεταστικός ιεροεξεταστής

Ερμηνεία
επίθετο┘ ιεροεξεταστικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με την ιερά εξέταση και τους ιεροεξεταστές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.