διακόπτω


διακόπτω
Προφορά

Ετυμολογία
διακόπτω αρχαία ελληνική διακόπτω

Ερμηνεία
ρήμα διακόπτω

✦ προκαλώ προσωρινή ή οριστική παύση, σταματώ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.