αρχιτεκτόνισσα


αρχιτεκτόνισσα
Προφορά

Ετυμολογία
αρχιτεκτόνισσα αρχαία ελληνική ἀρχιτέκτων

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αρχιτεκτόνισσα

✦ θηλ. αρχιτεκτόνισσα (Κ ο,η αρχιτέκτων, -ονος) ο μηχανικός που σχεδιάζει οικοδομήματα ή μνημεία, και επιβλέπει τις εργασίες κατασκευής τους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.