απείθεια


απείθεια
Προφορά

Ετυμολογία
απείθεια αρχαία ελληνική ἀπειθής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η απείθεια

✦ ανυπακοή, απειθαρχία
✦ (νομ.) αδίκημα που συνίσταται στην άρνηση οφειλόμενης υπηρεσίας ή συνδρομής σε όργανο της πολιτείας, όπως ορίζει ο νόμος

Συνώνυμα

Αντίθετα
ευπείθεια
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.