αδιαπότιστος


αδιαπότιστος
Προφορά

Ετυμολογία
αδιαπότιστος ἀ στερητικό + διαποτίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αδιαπότιστος -η, -ο

✦ που δεν διαποτίστηκε με υγρό, δεν μουσκεύτηκε, στεγνός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.