ύποπτος
Προφορά
Ετυμολογία
ύποπτος αρχαία ελληνική ὕποπτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ύποπτος -η, -ο
✦ που γεννά υποψίες, που προκαλεί υποψία ότι διέπραξε ή ενδέχεται να διαπράξει κάτι κακό: ύποπτος κλοπής – διαφυγής
✦ που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη: ύποπτο πρόσωπο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ύποπτα (Κ υπόπτως)