όσχεο


όσχεο
Προφορά

Ετυμολογία
όσχεο μεταγενέστερη ελληνική ὄσχεον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το όσχεο

✦ ο θύλακος που περιβάλλει τους όρχεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.