όρχος
Προφορά
Ετυμολογία
όρχος αρχαία ελληνική ὄρχος (= σειρά φυτών)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο όρχος
✦ σχηματισμός σε καιρό πολέμου που έχει ως αποστολή τον εφοδιασμό του στρατεύματος με διάφορα υλικά
✦ σύνολο στρατιωτικών οχημάτων και ο χώρος της παραμονής τους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–