όπτιμουμ
Προφορά
Ετυμολογία
όπτιμουμ └λατιν┘ optimum, υπερθ. του bonus (= καλός)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το όπτιμουμ
✦ το άριστο, το καλύτερο
✦ (οικον.) ευνοϊκή θέση, κατάσταση για την επίτευξη ορισμένου αντικειμενικού σκοπού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–